σύντονος

σύντονος
η , ο [ος , ον ] напряжённый; интенсивный; энергичный, активный;

σύντονες ενέργειες — активные действия;

σύντονη εργασία — напряжённый труд;

σύντονη προσοχή — напряжённое внимание;

σύντονοι αγώνες — напряжённая борьба


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύντονος" в других словарях:

  • σύντονος — strained tight masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντονος — η, ο / σύντονος, ον, ΝΜΑ [συντείνω] επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.) νεοελλ. έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια») αρχ …   Dictionary of Greek

  • σύντονος — η, ο 1. εντατικός: Με σύντονες προσπάθειες πέτυχε το σκοπό του. 2. επίμονος και συνεχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντονώτερον — σύντονος strained tight masc acc comp sg σύντονος strained tight neut nom/voc/acc comp sg σύντονος strained tight adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύντονος — σύντονος , σύντονος strained tight masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονωτέραις — σύντονος strained tight fem dat comp pl συντονωτέρᾱͅς , σύντονος strained tight fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονωτέρων — σύντονος strained tight fem gen comp pl σύντονος strained tight masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονώτατα — σύντονος strained tight adverbial superl σύντονος strained tight neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντονώτατον — σύντονος strained tight masc acc superl sg σύντονος strained tight neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντόνως — σύντονος strained tight adverbial σύντονος strained tight masc/fem acc pl (doric) συντονόω pronounce with the same accent imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντονον — σύντονος strained tight masc/fem acc sg σύντονος strained tight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»